ερκούρος

ερκούρος
ἑρκοῡρος, -ον (Α)
αυτός που φρουρεί ένα έρκος, έναν προμαχώνα ή περίβολο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. έρκ- τού έρκος «φραγμός» + ούρος «φύλαξ» (< ορώ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἑρκοῦρος — watching an enclosure masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορκούρος — ὁρκοῡρος, ὁ (Α) αυτός που φρουρεί ένα έρκος, έναν προμαχώνα ή περίβολο, ερκούρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Διαφορετική γρφ. τού ἑρκοῦρος* (< ἕρκος «φραγμός» + οὗρος «φύλαξ»), πρβλ. ὁρκάνη: ἑρκάνη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”